Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Η Δεσποινιώ στο «Αμάρτημα της μητρός μου»



   Στο διήγημα παρακολουθούμε τις απελπισμένες αλλά μάταιες προσπάθειες της μητέρας του συγγραφέα Δεσποινιώς να σώσει την άρρωστη κόρη της, την Αννιώ, η οποία τελικά πέθανε, και την υιοθεσία διαδοχικά δυο άλλων κοριτσιών. Συγχρόνως τη βλέπουμε να συμπεριφέρεται με προκλητική σχεδόν αδιαφορία στα υπόλοιπα παιδιά της, ενώ μόνο στο τέλος μαθαίνουμε πως όλες οι ενέργειές της απέρρεαν από τις ενοχές που τη βασάνιζαν, επειδή η ίδια είχε στο παρελθόν, άθελά της, καταπλακώσει στον ύπνο της ένα από τα παιδιά της, το πρώτο της κορίτσι, και είχαν ως στόχο την εξιλέωσή της, κάτι που θα εκμυστηρευτεί στο Γιωργή, το γιο της, στο τέλος του διηγήματος.
    Ο Βιζυηνός, σ’ αυτό το αυτοβιογραφικό διήγημα - ψυχόδραμα, παρουσιάζει τη μητέρα του σαν ένα τυπικό δείγμα γυναίκας της εποχής του. Η ίδια φαίνεται να έχει αποδεχτεί το ρόλο της, είναι υποταγμένη στις δεσμεύσεις της εποχής της, αλλά μετά το θάνατο του άνδρα της θα αποδείξει το δυναμικό της χαρακτήρα, θα ξεφύγει από τις απαγορεύσεις που ο τόπος και ο χρόνος της επέβαλλαν, και θα δουλέψει δυναμικά για να μεγαλώσει τα υπόλοιπα παιδιά της, χωρίς να εγκαταλείπει ούτε για μια στιγμή την απελπισμένη της προσπάθεια για εξιλέωση. Όταν θα αρρωστήσει βαριά η μικρή της Αννιώ (που της έχει δώσει το όνομα του μωρού που αθέλητα σκότωσε), θα επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις της για να τη σώσει. Αν και θρησκόληπτη, δέχεται τη συνδρομή και της μαγείας για την αντιμετώπιση της ασθένειας της Αννιώς. Απέναντι στα παιδιά της η συμπεριφορά της φαίνεται εξαρχής προκλητική: από τη μια δείχνει μια μονοδιάστατη εμμονή απέναντι στο άρρωστο κορίτσι και από την άλλη μια διαρκώς εντεινόμενη αδιαφορία απέναντι στα αγόρια. Όταν η κατάσταση της Αννιώς επιδεινωθεί, θα βρεθεί μαζί με το άρρωστο κορίτσι και τον αφηγητή μας, το μικρό Γιωργή, στην εκκλησία που θα αποτελέσει το τελευταίο της καταφύγιο. Στη προσευχή της ο αναγνώστης υποψιάζεται πως κάτι κρύβεται στο παρελθόν της, αλλά ο μικρός Γιωργής το μόνο που καταλαβαίνει είναι η αδιαφορία της μητέρας του γι’ αυτόν. O Γιωργής ακούει «απαρατήρητος» την προσευχή της· η ίδια αγνοεί ότι ο γιος της την άκουσε (έχουμε εδώ μια χαρακτηριστική περίπτωση απάλειψης μιας κρίσιμης πληροφορίας, μιας «παράλειψης» όπως την ορίζει ο Genette, της πληροφορίας που αφορά στο αμάρτημα της καταπλάκωσης του μωρού της στο παρελθόν).
   - Πάρε µου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καὶ ἄφησέ µου τὸ κορίτσι. Τὸ βλέπω πῶς εἶνε γιὰ νὰ γένῃ. Ἐνθυµήθηκες τὴν ἁµαρτίαν µου καὶ ἐβάλθηκες νὰοῦ πάρῃς τὸ παιδί, γιὰ νὰ µὲ τιµωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε!
   Μετά τινας στιγµὰς βαθείας σιγῆς, καθʹ ἥν τὰ δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπὶ τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασεν ὀλίγον, καὶ ἔπειτα ἐπρόσθεσεν
- Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά µου στα πόδια σου... χάρισέ µου τὸ κορίτσι!
   Η μητέρα το Θεό που πριν έβλεπε ως σωτήρα- αφού ήρθε στην εκκλησία ζητώντας τη βοήθειά του- τώρα τον βλέπει ως τιμωρό, γεγονός που δείχνει τον ενοχοποιημένο ψυχισμό της. Αυτό το αίτημά της προς το Θεό είναι ένα νέο αμάρτημα, αφού διασαλεύει την ηθική τάξη και αντιτίθεται πλήρως προς το μητρικό πρότυπο της ισόμετρης και αδέκαστης αγάπης προς όλα τα παιδιά. Άλλωστε σ’ αυτό το αμάρτημα εμπεριέχεται και το συστατικό στοιχείο της επιθυμίας που το καθιστά σημαντικότερο από το πρώτο, τον ακούσιο φόνο του μωρού της.
   Αυτή η ακατονόμαστη μητρική επιθυμία -που γίνεται ακόμη πιο τρομερή καθώς εκφέρεται υπό τύπον προσευχής- με άλλα λόγια η εθελούσια από τη μάνα προσφορά του ανήλικου αγοριού ως «ανθρωποθυσία» στον Θεό - αν ειδωθεί σε ένα βαθύτερο επίπεδο ψυχολογικής ανάλυσης, επιχειρεί να καταστήσει το μικρό Γιωργή «εξιλαστήριο θύμα» για το παλιό της αμάρτημα· η προσφορά του Γιωργή στο Θεό θα «αναστήσει» -κυριολεκτικά και μεταφορικά- την Αννιώ (μια που η δεύτερη κόρη έχει πάρει, επίτηδες, το ίδιο όνομα με την πρώτη Αννιώ)· ό, τι άκουσε όμως ο μικρός από τα χείλη της μητέρας του ισοδυναμεί γι’ αυτόν με ένα σοκ βίαιου απογαλακτισμού, του βιαιότερου που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, καθώς εισάγει στην ψυχή του παιδιού όχι απλώς την υποψία αλλά τη βεβαιότητα ότι η μάνα του δεν τον αγαπά, αφού επιθυμεί τον αφανισμό του:
   Ὦ! εἶπον, ἡ µητέρα µου δὲν µὲ ἀγαπᾶ καὶ δὲν µὲ θέλει!
   Δεν ξέρω αν πρέπει να δούμε με κατανόηση αυτήν την απίστευτη «προσευχή - ανθρωποθυσία» της μητέρας, σίγουρα θα πρέπει να την κρίνουμε κάτω από το βάρος της ισόβιας ενοχής που νιώθει για τον αβούλητο θάνατο του πρώτου της παιδιού, και να δούμε στη πράξη της τη απελπισία και την ανάγκη για τιμωρία και εξιλέωση που την συντρίβουν.
   - Ἔλα πατέρα -νὰ µὲ πάρῃς ἐµένα - γιὰ νὰ γιάνῃ τὸ Ἀννιῶ! ἀνεφώνησα ἐγὼ διακοπτόµενος ὑπὸ τῶν λυγµῶν µου. Καὶ ἔρριψα ἐπὶ τῆς μητρός µου παραπονετικὸν βλέµµα, διὰ νὰ τῇ δείξω πὼς γνωρίζω, ὅτι παρακαλεῖ νʹ ἀποθάνω ἐγὼ ἀντὶ τῆς ἀδελφῆς µου.
   Η μητέρα σιωπά, δεν αντιδρά καθόλου τη στιγμή που εκφέρεται αυτός ο λόγος, ο σπαρακτικός, από τα χείλη του παιδιού .Κι αν η σιωπή, καθώς λένε, ισοδυναμεί με συναίνεση, τότε αυτή η «απάθεια» της μάνας στα μάτια ενός ευαίσθητου αναγνώστη είναι μια τρομακτική αδιαφορία. Πόσο μάλλον πιο τρομακτική φαντάζει στα μάτια του ίδιου του ανήλικου Γιωργή…
   Το μόνο βέβαιο εδώ είναι πως η στερητική συμπεριφορά της μάνας επιφέρει μια επιθετικότητα, εκ μέρους του μικρού Γιωργή, με στόχο την ίδια.
   Ας μη ξεχνάμε πως η εικόνα, τα χαρακτηριστικά, το σύνολο της σχέσης με τη μητέρα εσωτερικεύεται και γίνεται (κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας) το μορφοείδωλο της «καλής» ή της «κακής» μητέρας...
   Μόνο που ο μικρός Γιωργής δεν «αντέχει» να μην την αγαπά! Ακόμη και το πλήθος των αναφορών του στη καλή πλευρά της μάνας του είναι μια απορροή της ενοχής του αφηγητή εξ αιτίας των αρνητικών συναισθημάτων και των ενδοψυχικών συγκρούσεων που τον συνέχουν...
   Ἀλλʹ ἡµεῖς ἐγνωρίζοµεν, ὅτι ἡ ἐνδόµυχος τῆς µητρὸς ἡµῶν στοργὴ διετέλει ἀδέκαστος καὶ ἵση πρὸς ὅλα της τὰ τέκνα. Ἥµεθα βέβαιοι, ὅτι αἱ ἐξαιρέσεις ἐκείναι δὲν ἤσαν παρὰ µόνον ἐξωτερικαὶ ἐκδηλώσεις φειστικωτέρας τινὸς εὐνοίας πρὸς τὸ µόνον τοῦ οἴκου µας κοράσιον. Καὶ ὄχι µόνον ἀνειχόµεθα τὰς πρὸς αὐτὴν περιποιήσεις ἀγογγύστως, ἀλλὰ καὶ συνετελοῦµεν πρὸς αὔξησιν αὐτῶν, ὅσον ἠδυνάµεθα.
   Τελικά όμως η Αννιώ πεθαίνει.
   Μετά το θάνατό της η Δεσποινιώ καταρρέει και εισπράττει το γεγονός ως τιμωρία της ίδιας από το Θεό, για το αμάρτημα του παρελθόντος της.
   Στο δεύτερο μέρος του αφηγήματος μαθαίνουμε για τις συνθήκες γένεσης του τραύματος της μάνας (σκηνή της εξομολόγησής της του ακούσιο φόνου) στον ενήλικα πλέον Γιωργή, αλλά ως αναγνώστες δεν μαθαίνουμε τίποτε σχετικά με το αν η εξομολόγηση αυτή υπήρξε λυτρωτική για τον ίδιο τον Γιωργή, αν δηλαδή ξεπεράστηκε το παιδικό του τραύμα - πράγμα αναμενόμενο, αφού η εξομολόγηση της μάνας λογικά θα έπρεπε να άρει τις υποψίες του γιου για την έλλειψη αγάπης από μέρους της. Αντίθετα, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι όλες οι σκέψεις του ενήλικα Γιωργή (του αφηγητή, ουσιαστικά), μετά τη σπαρακτική ομολογία της μητέρας του, αφορούν αποκλειστικά τον δικό της πόνο, το δικό της βάρος ενοχής και δεν μας λένε τίποτα απολύτως για τη δική του «επούλωση» ή όχι. Έχουμε δηλαδή και πάλι εδώ μια χαρακτηριστική «παράλειψη»:
   Ἀφʹ ἧς στιγµῆς ἔµαθον τὴν θλιβεράν της ἱστορίαν, συνεκέντρωσα ὅλην µου τὴν προσοχὴν εἰς τὸ πῶς νʹ ἀνακουφίσω τὴν καρδίαν της, προσπαθῶν νὰ παραστήσω εἰς αὐτὴν ἀφʹ ἑνὸς µὲν τὸ ἀπροµελέτητον καὶ ἀβούλητον τοῦ ἀµαρτήµατος, ἀφʹ ἑτέρου δὲ τὴν ἄκραν τοῦ Θεοῦ εὐσπλαγχνίαν, τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, ἥτις δὲν ἀνταποδίδει ἴσα ἀντὶ ἴσων, ἀλλὰ κρίνει κατὰ τοὺς διαλογισµοὺς καὶ τὰς προθέσεις µας.
   Όταν στο τέλος ο Γιωργής - έχοντας πια μάθει το μυστικό της μητέρας του - θα την οδηγήσει στον Πατριάρχη, σε μια προσπάθεια ύστατη για ανακούφιση της ενοχοποιημένης της συνείδησης, βλέπουμε το αδιέξοδο που ορθώνεται μπροστά της. Ανακουφίζεται γιατί ο Θεός τη συγχωρεί, όμως δεν έχει τη δύναμη ψυχής που απαιτείται για να συγχωρέσει η ίδια τον εαυτό της:
   - Καλὸς ἄνθρωπος, τῇ εἶπον, αὐτὸς ὁ Πατριάρχης. Ὁρῖστε; Τώρα πιὰ πιστεύω, ὅτι ἦλθεν ἡ καρδιά σου στὸν τόπο της...
   - Τί νὰ σὲ ʹπῶ, παιδί µου! ἀπήντησε τότε σύννους καθὼς ἦτον, ὁ Πατριάρχης εἶναι σοφὸς καὶ ἅγιος ἄνθρωπος. Γνωρίζει ὅλαις ταῖς βουλαῖς καὶ τὰ θελήµατα τοῦ Θεοῦ, καὶ συγχωρνᾶ ταῖς ἀµαρτίαις ὅλου τοῦ κόσµου. Μά, τί νὰ σὲ ʹπῶ! Εἶναι καλόγερος. Δεν ἔκαµε παιδιὰ, γιὰ νὰ µπορῇ νὰ γνωρίσῃ, τί πρᾶγµα εἶναι τὸ νὰ σκοτώσῃ κανεὶς τὸ ἴδιο τὸ παιδί του!
   Το αμάρτημά της μητέρας δεν εξαγοράζεται ούτε με κοσμικές ποινές ούτε με θρησκευτικά επιτίμια και ούτε παραγράφεται όσος καιρός κι αν περάσει. Ξεφεύγει η μητέρα από το φυσικό της προορισμό, που είναι να προστατεύσει το γόνο της με στοργή, να τον θρέψει για να επιβιώσει και να συνεχίσει τη ζωή. Αυτή η διολίσθηση από τη φυσική τάξη των πραγμάτων είναι ρομφαία πύρινη που πληγώνει καίρια τα μητρικά σπλάχνα.

   Η μητέρα του Βιζυηνού στο «Αμάρτημα της μητρός μου» μας θυμίζει ηρωίδα της Αττικής δραματουργίας αφού έχει τα δύο βασικά χαρακτηριστικά των τραγικών ηρώων:
   1) Καταστρατηγεί την αξία κάποιου ηθικού κώδικα και «υβρίζει», χωρίς να έχει άμεση επίγνωση της ενοχής της.
   Είναι ένοχη χωρίς δική της ευθύνη· αμάρτησε στα τυφλά, άβουλο όργανο στα χέρια μιας άγνωστης και πανίσχυρης θέλησης…
   2) Όταν συνειδητοποιεί το μέγεθος της παραβάσεως, καταρρέει ψυχικά και το πρώτο που συλλογιέται είναι να χαριστεί στις αδυσώπητες μυλόπετρες της αυτοτιμωρίας.
   Ίαση δεν υπάρχει, ούτε καν επούλωση.
   Κουβαλά το αμάρτημα ως το θάνατο. Είναι η μοίρα της.
   Ένα αμετάδοτο βίωμα, γεμάτο ερημιά, που δε θα προσπεραστεί ποτέ… «φρικτή και αμείλικτη κόλαση», που καταλήγει σε δάκρυα και σιωπή:
   Οἱ ὀφθαλµοὶ της ἐπληρώθησαν δακρύων καὶ ἐγὼ ἐσιώπησα.
   Τι άλλο να πει κανείς παρά να συνομολογήσει με το Σκιαθίτη ποιητή:
   «Σαν να’χαν ποτέ τελειωμό
   Τα πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου»...

ΠΗΓΕΣ:
1) Β.Παπαθανασόπουλος: Γ.Βιζυηνός, «προθυμότης και ευσέβεια»
2) Κ. Πλησής: Γ. Βιζυηνός
3) Π.Χρονάς: «Χθόνιοι δεσμοί» περιοδικό «Τετράδια ευθύνης», τεύχος 29
4) Μ. και Κ. Μποκόρου: Γ.Βιζυηνός
5) Α.Αθανασοπούλου: «Παράλλαξη και αποσιώπηση στο «Αμάρτημα της μητρός μου»
6) M. Ξηρέας: «Άγνωστα βιογραφικά στοιχεία του Γ. Βιζυηνού», Μ. Ράλλη-Υδραίου

Πηγή: http://fotodendro.blogspot.gr/

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου