Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Δ.Ν.Μαρωνίτης - Υπεροψία και Μέθη (1970) ΚΑΒΑΦΗΣ, Ο ΔΑΡΕΙΟΣ

Μιθριδάτης
Δ.N. Μαρωνίτης, «Yπεροψία και μέθη. Ο ποιητής και η Ιστορία» (1970) - Κ.Π. Καβάφης

Φυλακές και κλουβιά

Σε μια εποχή, όπως η δική μας, όταν την ιστορία την παράγουν οι μηχανές με τα ανθρώπινα εξαρτήματά τους, σε τι μπορεί πια να χρησιμεύσει η φωνή του ποιητή;
Σε μια χώρα φτωχή και μικρή, όπως η δική μας, όπου γη, θάλασσες και άνθρωποι μεταβάλλονται στους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους των μεγάλων σε προγράμματα της πολεμικής οικονομικής και τουριστικής τους πολιτικής, τι να περισώσουν οι λίγες λέξεις του ποιητή, που τις περισυλλέγει με τις διάχυτές του αισθήσεις;
Σε μια ώρα τόσο κρίσιμη, όπως αυτή του τόπου μας σήμερα, όταν ο επιούσιος λόγος πληρώνεται πολύ ακριβά, γιατί ο ποιητής με τη φωνή του να επισημοποιεί και τη δική μα ς και τη δική του ένοχη επιβίωση;
Τα τρία αυτά αφελή ερωτήματα μπαίνουν εδώ, όχι για να εξάψουν το επιδερμικό άγχος των ψευδαίσθητων, μήτε για να υποδείξουν τη λύση της μεταφυσικής χαύνωσης, αλλά για να ορίσουν τρία είδη από φυλακές, μέσα στις οποίες ζουν οι άνθρωποι του αιώνα μας, είτε το καταλαβαίνουν είτε όχι.
Η πρώτη διαθέτει ακόμη πολλές ανέσεις και τόσο διακοσμημένες πληγές, που δύσκολα ξεχωρίζει κανείς την αληθινή κραυγή από την κερδοσκοπία και τη διαφήμιση. Η δεύτερη παγίδα μάς είναι πιο γνώριμη, αφού μας τύλιξε στα δίχτυα της εδώ και αρκετά χρόνια. Το τωρινό μας όμως κελί είναι το τρίτο· σ’ αυτό ζούμε την ιστορία, δική μας και των άλλων, σ’ αυτό αγρυπνούμε και λαχταρούμε τον καθαρό αέρα και το νερό.
Κι όμως δεν έλειψαν εκείνοι που, με τα μάτια ανοιχτά και το μυαλό ξεμέθυστο, φώναξαν και φωνάζουν πόσο εύκολα περνά κανείς από την πρώτη στη δεύτερη, κι από τη δεύτερη στην τρίτη φυλακή. Βλέποντας γύρω τους τον χώρο ολοένα να στενεύει και να κλείνει, χρησιμοποίησαν από νωρίς μια γλώσσα συνθηματική και προειδοποιητική, τη γλώσσα των φυλακισμένων: Χτύπησαν πόρτες κλειστές, έγραψαν στους τοίχους σημαδιακές ημερομηνίες, δοκίμασαν τα βιολογικά τους ανακλαστικά: αν τους δίνει ακόμη ο ήλιος τη σταγονομετρική του αισιοδοξία, αν δεν τους παραλύει το μυαλό η νύχτα με τους μηχανοκίνητους εφιάλτες της, αν διατηρούν τα όνειρά τους το οξύ και απειλητικό τους νόημα, αν μένει ακόμη η μνήμη τους συλλογισμένη και σκληρή, καθυστερώντας σ’ ό,τι καλό ή κακό είπαν ή έκαμαν οι πεθαμένοι μας και οι ζωντανοί μας.
Ρωτούσαν και ρωτούν με ποιο δικαίωμα και ποιοι είναι αυτοί που τους αρπάζουν το καθημερινό τους φαγητό, τον ύπνο και τον έρωτα, στο όνομα της ιστορίας, με τα φαντάσματα του παρελθόντος ή με τα οράματα του μέλλοντος.
Κι ο ποιητής; Εξαρτάται από το είδος της φυλακής που βρέθηκε. Από το αν ο τόπος του τον είχε ασκήσει στη συνθηματική αυτή γλώσσα των φυλακισμένων. Από το αν ο ίδιος είχε την ειλικρίνεια, το θάρρος και την τέχνη να πάει τη γλώσσα αυτή ακόμη πιο πέρα και πιο βαθιά. Από το αν λειτούργησαν καλά τα βιολογικά του ανακλαστικά.
Δεν έλειψαν οι ποιητές και στον δικό μας τόπο. Είναι δουλειά των γραμματικών της ποίησής μας να μελετήσουν αν και πώς βλάστησε και ως που έφτασε η συνθηματική αυτή γλώσσα μέσα στη νεοελληνική ποίηση. Εδώ θα σταθούμε σ’ έναν μόνο ποιητή μας - νεκρό πια από σαράντα κιόλας χρόνια - που ήξερε καλά και άσκησε σωστά τη γλώσσα αυτή. Μιλώ για τον αλεξανδρινό Καβάφη, και πιο συγκεκριμένα για ένα του ποίημα από τα πιο γνωστά και από τα πιο επίκαιρα στις μέρες μας, τον «Δαρείο». Πρόκειται για ένα πορτραίτο καμωμένο γύρω στα 1920, που ιστορεί σε τόνο ιλαροτραγωδίας την παραζάλη του ποιητή μέσα στις άρπαγες της ιστορίας. Ένας ποιητής σ’ ένα κλουβί, και το κλουβί πιασμένο σ’ ένα δίχτυ. Ο ποιητής αιχμάλωτος της ποιητικής του ιδέας, την ώρα που οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι ετοιμάζονται να πιάσουν στο δίχτυ τους και αυτόν τον ίδιο και τη χώρα του. Κάποιος παλιοκαιρίσιος θα έδινε στο πορτραίτο αυτό τον τίτλο «Ο ποιητής και η ιστορία». Ο τίτλος αυτός μάς βολεύει κι εμάς, αλλά πριν προχωρήσουμε στο κύριο θέμα, χρειάζονται, για καλύτερη συνεννόηση, κάποιες διευκρινίσεις.

Για να διαβάσετε τις υπόλοιπες 9 σελίδες  της μελέτης, κάντε κλικ στον παρακάτω δεσμό.




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου